Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κοστίζει ο

  • 1 κοστίζω

    αμετ. стоить, обходиться;

    πόσο κοστίζει; — сколько стоит?, почём?;

    κοστίζει φθηνά (ακριβά) — обходится, стоит дёшево (дорого);

    μας κόστισε ακριβά η νίκη мы дорого заплатили за победу;
    μου κόστισε πολύ мне было нелегко, ото мне дорого обошлось;

    § δεν μού κοστίζει — т(лоте... мне ничего не стоит..., я могу запросто...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κοστίζω

  • 2 κούκκος

    ο
    1) кукушка; 2) перен. дурак, болван; 3) см. κούκος;

    § τρείς κι' ο κούκκος ирон. — полтора человека;

    μένω κούκκοςостаться в одиночестве или одиноким;

    κοστίζει ο κούκκος αηδόνι — обходиться очень дорого;

    τον εχουνε στού κούκκου το σημάδί — они на него косо поглядывают;

    ένας κούκκος δεν φέρνει την ανοιξη — погов, одна ласточка не делает весны

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κούκκος

См. также в других словарях:

  • κοστίζω — (Μ κοστίζω και κουστίζω) (για πράγματα) αντιπροσωπεύω ένα ορισμένο χρηματικό ποσό, στοιχίζω, έχω τόση αξία, τιμώμαι («η επίπλωση τού σπιτιού τού κόστισε δύο εκατομμύρια») νεοελλ. 1. (για γεγονότα) προξενώ ζημιά ή θλίψη (α. «μάς κόστισε ακριβά η… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • αδάπανος — η, ο (Α ἀδάπανος, ον) [δαπάνη] 1. αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, που δεν κοστίζει πολλά, ανέξοδος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν δαπανά 3. αυτός που αποφεύγει τη δαπάνη …   Dictionary of Greek

  • αδηφάγος — Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική… …   Dictionary of Greek

  • ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • εξακοσάρι — και ξακοσάρι, το ποσό εξακοσίων δραχμών («κοστίζει ένα εξακοσάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακόσιοι + άρι*] …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… …   Dictionary of Greek

  • πεντάκριβος — η, ο 1. αυτός που είναι πολύ ακριβός, που κοστίζει πολλά χρήματα, πανάκριβος 2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

  • φτηνός — και φθηνός, ή, ό, Ν 1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή 2. μτφ. ευτελής («είναι πολύ φτηνό αυτό που είπες») 3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και …   Dictionary of Greek

  • χαβιάρι — Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»